Category: Business
Created by: zzcgood
Number of Blossarys: 7
A type of exotic option that provides a payoff if the value of the underlying reaches or does not reach a predetermined price or "barrier level". Barrier options are characterized as "knock in" if the right to exercise the option is met, or "knock out" if the right is not met. It is characterized as "up" if the price of the underlying is above the barrier, and as "down" if it the price is below the barrier.
Ένα είδος σύνθετου δικαιώματος προαίρεσης που μπορεί να εξασκηθεί μόνο αν η τιμή του υποκείμενου τίτλου ξεπεράσει ή δεν φτάσει ένα προκαθορισμένο όριο. Τα οριοθετηµένα δικαιώματα προαίρεσης χαρακτηρίζονται ως "knock in" αν το δικαίωμα άσκησης πληρωθεί, ή "knock out" αν δεν πληρωθεί το δικαίωμα. Χαρακτηρίζεται ως "άνω" εάν η τιμή του υποκείμενου μέσου είναι πάνω από το όριο, και ως "κάτω" αν η τιμή είναι κάτω από το όριο.
Method of option pricing that assumes the value of an asset increases and decreases by fixed proportions at a predictable schedule. Possible values of the asset can be predicted starting at the option's expiration date through the final values, which allows an individual to find the current value of the option by working backwards through the asset values by starting with the last known final option value.
Μέθοδος αποτίμησης δικαιωμάτων προαίρεσης που υποθέτει πως η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται και μειώνεται σε προκαθορισμένους ρυθμούς σε ένα προβλέψιμο χρονοδιάγραμμα. Οι πιθανές τιμές του περιουσιακού στοιχείου μπορεί να προβλεφθούν με βάση την ημερομηνία λήξης μέσα από τις τελικές τιμές, έτσι κάποιος μπορεί να υπολογίσει την τρέχουσα αξία του δικαιώματος προαίρεσης αναζητώντας αναδρομικά τις τιμές, αρχίζοντας με την τελευταία γνωστή τελική τιμή.
The right, but not the obligation, to buy (for a call option) or sell (for a put option) a specific amount of a given stock, commodity, currency, index, or debt, at a specified price (the strike price) during a specified period of time. For stock options, the amount is usually 100 shares. Each option has a buyer, called the holder, and a seller, known as the writer. If the option contract is exercised, the writer is responsible for fulfilling the terms of the contract by delivering the shares to the appropriate party. In the case of a security that cannot be delivered such as an index, the contract is settled in cash. For the holder, the potential loss is limited to the price paid to acquire the option. When an option is not exercised, it expires. No shares change hands and the money spent to purchase the option is lost. For the buyer, the upside is unlimited. Options, like stocks, are therefore said to have an asymmetrical payoff pattern. For the writer, the potential loss is unlimited unless the contract is covered, meaning that the writer already owns the security underlying the option. Options are most frequently as either leverage or protection. As leverage, options allow the holder to control equity in a limited capacity for a fraction of what the shares would cost. The difference can be invested elsewhere until the option is exercised. As protection, options can guard against price fluctuations in the near term because they provide the right acquire the underlying stock at a fixed price for a limited time. risk is limited to the option premium (except when writing options for a security that is not already owned). However, the costs of trading options (including both commissions and the bid/ask spread) is higher on a percentage basis than trading the underlying stock. In addition, options are very complex and require a great deal of observation and maintenance. also called option contract.
Ένα συμβόλαιο που δίνει στον αγοραστή το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει (call option) ή να πουλήσει (put option) έναν καθορισμένο αριθμό μετοχών, αγαθών, νομισμάτων, δεικτών ή χρέους, σε μια καθορισμένη τιμή (τιμή εξάσκησης) και σε μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Για τα δικαιώματα προαίρεσης μετοχών, ο αριθμός είναι συνήθως 100 μετοχές. Κάθε δικαίωμα προαίρεσης έχει έναν αγοραστή, που ονομάζεται κάτοχος, καθώς και έναν πωλητή, που ονομάζεται εκδότης. Εάν το δικαίωμα προαίρεσης ασκηθεί, ο εκδότης υποχρεούται να εκπληρώσει τους όρους του συμβολαίου, με την παράδοση των μετοχών στο αντισυμβαλλόμενο μέρος. Στην περίπτωση ενός χρεογράφου που δεν μπορεί να παραδοθεί, π.χ. ενός index, η υποχρέωση διευθετείται σε μετρητά. Για τον κάτοχο, η πιθανή απώλεια περιορίζεται στην τιμή που καταβάλλει για να αποκτήσει το δικαίωμα προαίρεσης. Όταν μια επιλογή δεν ασκηθεί στην προκαθορισμένη ημερομηνία, ακυρώνεται αυτόματα. Μετοχές δεν αλλάζουν χέρια και τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την αγορά του δικαιώματος χάνονται. Για τον αγοραστή, τα πλεονεκτήματα είναι απεριόριστα. Τα δικαιώματα προαίρεσης όπως και οι μετοχές, επομένως, θεωρείται ότι έχουν ασύμμετρη απόδοση. Για τον εκδότη, η πιθανή απώλεια είναι απεριόριστη, εκτός εάν το συμβόλαιο καλύπτεται, πράγμα που σημαίνει ότι ο εκδότης κατέχει ήδη το υποκείμενο αγαθό του δικαιώματος. Τα δικαιώματα προαίρεσης χρησιμοποιούνται συνήθως ως μόχλευση η προστασία. Ως μόχλευση, τα δικαιώματα προαίρεσης επιτρέπουν στον κάτοχό τους να αποκτήσει μετοχές με περιορισμένες δυνατότητες σε ένα κλάσμα του ποσού που θα κόστιζαν οι τίτλοι. Η διαφορά μπορεί να επενδυθεί αλλού μέχρι την άσκηση του δικαιώματος. Ως προστασία, τα δικαιώματα προαίρεσης προφυλάσσουν από διακυμάνσεις των τιμών στο άμεσο μέλλον, επειδή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης της υποκείμενης μετοχής σε μια καθορισμένη τιμή για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Ο κίνδυνος περιορίζεται στο ποσό αγοράς του δικαιώματος (εκτός αν πρόκειται για δικαίωμα προαίρεσης για υποκείμενο αγαθό που δεν κατέχει ο εκδότης). Ωστόσο, το κόστος των συναλλαγών των δικαιωμάτων προαίρεσης (συμπεριλαμβανομένων τόσο των προμηθειών όσο και της διαφοράς αγοράς-πώλησης) είναι μεγαλύτερο σε ποσοστιαία βάση από εκείνο της αγοραπωλησίας της υποκείμενης μετοχής. Επιπλέον, τα δικαιώματα προαίρεσης είναι πολύ περίπλοκα και απαιτούν μεγάλη ενασχόληση. Ονομάζεται επίσης συμβόλαιο δικαιώματος προαίρεσης.
By: zzcgood