首页 > Term: coronal
coronal
1) Του, που αφορούν, ή να έχουν ένα στέμμα.
2) Ψέματα προς την κατεύθυνση της suture του coronal. 3: Του ή σε σχέση με το Μετωπιαίος επίπεδο που διέρχεται από τον μεγάλο άξονα του Σώματος.
- 词性: adjective
- 行业/领域: 医学
- 类别 人类基因组
- Company: National Library of Medicine
0
创建者
- Khrysaor
- 100% positive feedback