首页 >  Term: coronal
coronal

1) Του, που αφορούν, ή να έχουν ένα στέμμα.

2) Ψέματα προς την κατεύθυνση της suture του coronal. 3: Του ή σε σχέση με το Μετωπιαίος επίπεδο που διέρχεται από τον μεγάλο άξονα του Σώματος.

0 0

创建者

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 分数
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.