首页 > Term: συρόμενα
συρόμενα
Στο βαλλιστικής, μια μετατόπιση προς την κατεύθυνση βλημάτων λόγω gyroscopic δράσης που απορρέει από το βαρυτικό και atmospherically επαγόμενης ροπές για τη νηματοποίηση βλημάτων.
- 词性: noun
- 行业/领域: 军事
- 类别 Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
创建者
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)