首页 > Term: αρνηθεί
αρνηθεί
1. Ένας όρος που χρησιμοποιείται σε μια επιλογή προσχεδιασμένες απόκρισης (PRO) για τον εντοπισμό, την παρακράτηση μέρους του χώρου ή έδαφος όπλο αποθέματος κατά εντοπίστηκε απειλή εγκαινιάζει, εν αναμονή της δεύτερης βρεφικής επιθέσεις. 2. (Πυρηνική) Ο περιορισμός της αρχής να χρησιμοποιούν πυρηνικά όπλα, αρνούμενος τη χρήση τους εντός καθορίζεται γεωγραφικές περιοχές ορισμένων χωρών.
- 词性: noun
- 行业/领域: 军事
- 类别 Missile defense
- Company: U.S. DOD
0
创建者
- Golgotha
- 100% positive feedback