首页 > Term: το Benign
το Benign
1. Η μιας ασθένειας, παράγουν δεν παραμένουσα επιβλαβείς επιπτώσεις.
2. Όγκου που δεν θα καταστρατηγεί άλλων ιστών (βλέπε metastasis), έχοντας χάσει ελέγχου ανάπτυξης αλλά δεν θέσης ελέγχου.
- 词性: noun
- 行业/领域: 生物学; 化学
- 类别 毒物学
- Company: National Library of Medicine
0
创建者
- Golgotha
- 100% positive feedback