首页 > Term: commensalism
commensalism
Την αλληλεπίδραση δύο ή περισσότερων οργανισμών ανόμοια όταν η Ένωση είναι συμφέρουσα μία χωρίς να επηρεάζει την άλλη (s). παρασίτωση cf, συμβίωση.
- 词性: noun
- 行业/领域: 生物技术
- 类别 Genetic engineering
- Organization: FAO
0
创建者
- Golgotha
- 100% positive feedback