首页 > Term: contracture
contracture
1) Υψηλής αντοχής σε παθητική έκταση ενός μυς, που απορρέει από ίνωση των ιστών του υποστήριξη οι μύες ή οι αρθρώσεις, ή διαταραχή της οι μυικές ίνες.
2) A μόνιμη shortening (όπως των μυών, τενόντων ή πληγή ιστών) παράγουν δυσπλασίες ή παραμόρφωση.
- 词性: noun
- 行业/领域: 医学
- 类别 人类基因组
- Company: National Library of Medicine
0
创建者
- Khrysaor
- 100% positive feedback