首页 > Term: πεπτικό
πεπτικό
1) Αφορούν ή τη λειτουργία χώνευσης (πεπτική).
2) Έχουν την εξουσία να προκαλέσει ή να προωθήσουν πέψη (πεπτικά ένζυμα).
- 词性: adjective
- 行业/领域: 医学
- 类别 人类基因组
- Company: National Library of Medicine
0
创建者
- Khrysaor
- 100% positive feedback