首页 > Term: διμορφισμό
διμορφισμό
Η ύπαρξη δύο πολύ διαφορετικούς τύπους ατόμων εντός ενός είδους. Ένα προφανές παράδειγμα είναι το σεξουαλικό διμορφισμό σε ορισμένα είδη ζώων.
- 词性: noun
- 行业/领域: 生物技术
- 类别 Genetic engineering
- Organization: FAO
0
创建者
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)