首页 > Term: τόκος
τόκος
Το κόστος του δανεισμού χρημάτων. Ο δανειολήπτης καταβάλλει τόκους στον δανειστή, συνήθως ένα ποσοστό του ποσού του δανείου.
- 词性: noun
- 行业/领域: 金融服务
- 类别 基金
- Company: Merrill Lynch
0
创建者
- Aggeliki
- 100% positive feedback
(Berlin, Germany)