首页 > Term: βάλτο
βάλτο
Μια περιοχή που είναι κορεσμένο με νερό σε μεγάλο μέρος του έτους, αλλά με την επιφάνεια του εδάφους, συνήθως δεν βαθιά βυθισμένη. Συνήθως χαρακτηρίζεται από το δέντρο ή ο θάμνος βλάστηση.
- 词性: noun
- 行业/领域: 地球科学
- 类别 土壤学
- Company: Soil Science Society of America
0
创建者
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)